- βρονταλίδι
- τό погремушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρονταλίδι — το 1. παιδική κουδουνίστρα 2. κουδούνι στον λαιμό κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ουσ.) βροντάλα < βροντή*] … Dictionary of Greek